- Κανάστραιον
- Κανάστραιοςmasc acc sgΚανάστραιοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καναστραίον — καναστραῑον, τὸ (Α) [κάναστρον] 1. επιγρ. αγγείο με μορφή κανίστρου 2. στον πληθ. τά καναστραία (κατά το λεξ. Σούδα) «κοῑλά τινα ἀγγεῑα» … Dictionary of Greek
παλιούρι — I Ακρωτήριο που βρίσκεται στη νοτιοδυτική Χαλκιδική στο δυτικό άκρο του κόλπου της Κασσάνδρας. Είναι το Καναστραίον άκρο των αρχαίων. II Όνομα 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα της ομώνυμου δήμου. 2 … Dictionary of Greek
πυλίς — ίδος, ἡ, Α 1. μικρή πύλη («τὴν κατά Καναστραῑον πυλίδα», Θουκ.) 2. στον πληθ. αἱ πυλίδες είδος ασθένειας τού πρωκτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek